- τιτθίζω
- τιτθ-ίζω,A suckle, Gloss.:—[voice] Pass., suck, Aq.Is.53.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιτθίζω — Α [τίτθη] 1. (μτβ.) θηλάζω 2. μέσ. τιτθίζομαι βυζαίνω («ἀναρρηθήσεται ὡς τιτθιζόμενον βρέφος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
τιτθιζόμενον — τιτθίζω suckle pres part mp masc acc sg τιτθίζω suckle pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτθισμός — ὁ, Α [τιτθίζω] η πίεση τής θηλής τού μαστού από βρέφος που θηλάζει … Dictionary of Greek